Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πειθαρχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πειθαρχικ|ός <-ή, -ό> [piθarçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. πειθαρχικός (που πειθαρχεί):

πειθαρχικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский