Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεθερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεθερ|ός (-ά) [pɛθɛˈr|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πεθερός (-ά)
πεθερός (-ά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский