Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πασχαλιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πασχαλιά [pasxaˈʎa] SUBST θηλ

1. πασχαλιά (μέρες του Πάσχα):

πασχαλιά
Osterzeit θηλ

2. πασχαλιά (φυτό):

πασχαλιά
Flieder αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский