Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάσχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάσχω <έπαθα> [ˈpasxɔ] VERB αμετάβ

πάσχω από
leiden an +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский