Ελληνικά » Γερμανικά

παστρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [pasˈtrɛvɔ] VERB μεταβ

1. παστρεύω (καθαρίζω):

2. παστρεύω (εξοντώνω):

3. παστρεύω (άνθρωπο: σκοτώνω):

παστίτσιο [pasˈtitsçɔ] SUBST ουδ

πεπρωμένο [pɛprɔˈmɛnɔ] SUBST ουδ

ματωμέν|ος <-η, -ο> [matɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πλεούμενο [plɛˈumɛnɔ] SUBST ουδ

παστεριώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pastɛriˈɔnɔ] VERB μεταβ

κρατούμενο [kraˈtumɛnɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский