Ελληνικά » Γερμανικά

παραχαράκτης (παραχαράκτρια) [paraxaˈraktis, paraxaˈraktria], παραχαράχτης (παραχαράχτρια) [paraxaˈraxtis, paraxaˈraxtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. παραχαράκτης (νομισμάτων):

παραχαράκτης (παραχαράκτρια)
Fälscher(in) αρσ (θηλ)

2. παραχαράκτης μτφ (αλήθειας, γεγονότων):

παραχαράκτης (παραχαράκτρια)
Verfälscher(in) αρσ (θηλ)

παραχάραξ|η <-εις> [paraˈxaraksi] SUBST θηλ

1. παραχάραξη (νομισμάτων):

Fälschung θηλ

2. παραχάραξη μτφ (αλήθειας, γεγονότων):

Verfälschung θηλ

παραχαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [paraxaˈrazɔ] VERB μεταβ

1. παραχαράζω (νομίσματα):

2. παραχαράζω μτφ (αλήθεια, γεγονότα):

παραχέρι [paraˈçɛri] SUBST ουδ (εργαλείο ζωγράφου)

παρακάλια [paraˈkaʎa] SUBST ουδ πλ

I . παρακρατ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [parakraˈtɔ] VERB μεταβ (δε δίνω)

II . παρακρατ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [parakraˈtɔ] VERB αμετάβ (διαρκώ πολύ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский