Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραχαράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραχαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [paraxaˈrazɔ] VERB μεταβ

1. παραχαράζω (νομίσματα):

παραχαράζω

2. παραχαράζω μτφ (αλήθεια, γεγονότα):

παραχαράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский