Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραχάραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραχάραξ|η <-εις> [paraˈxaraksi] SUBST θηλ

1. παραχάραξη (νομισμάτων):

παραχάραξη
Fälschung θηλ
παραχάραξη νομισμάτων

2. παραχάραξη μτφ (αλήθειας, γεγονότων):

παραχάραξη
Verfälschung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με παραχάραξη

παραχάραξη νομισμάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский