Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβάτισσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

παραλ|ής <-ήδες> [paraˈlis] SUBST αρσ, παραλίδισσα [paraˈliðisa], παραλ|ού [paraˈlu] <-ούδες> SUBST θηλ οικ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST αρσ, επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST θηλ

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST αρσ, καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST θηλ

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) αρσ (θηλ)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän αρσ

παραβάτης (παραβάτισσα) [paraˈvatis, paraˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. παραβάτης (νόμου):

παραβάτης (παραβάτισσα)
Übertreter(in) αρσ (θηλ)
παραβάτης (παραβάτισσα)

2. παραβάτης (στη γλώσσα της γραφειοκρατίας):

παραβάτης (παραβάτισσα)

3. παραβάτης (υπόσχεσης):

παραβάτης (παραβάτισσα)

παράβασ|η <-εις> [paˈravasi] SUBST θηλ

3. παράβαση (συμφωνίας, κανόνα):

Missachtung θηλ

4. παράβαση (παράπτωμα):

Vergehen ουδ

παρ|αβαίνω <-άβηκα [ή -έβην] > [paraˈvɛnɔ] VERB μεταβ

1. παραβαίνω (λόγο, υπόσχεση, όρκο):

3. παραβαίνω (συμφωνία, κανόνα):

I . παραβαρ|αίνω [paravaˈrɛnɔ], παραβαρ|ύνω [paravaˈrinɔ] <-υνα, -εμένος> VERB μεταβ

II . παραβαρ|αίνω [paravaˈrɛnɔ], παραβαρ|ύνω [paravaˈrinɔ] <-υνα, -εμένος> VERB αμετάβ (γίνομαι δυσκίνητος)

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

παραβιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paraviˈazɔ] VERB μεταβ

1. παραβιάζω (πόρτα, παράθυρο):

2. παραβιάζω (όρκο):

3. παραβιάζω (νόμο):

4. παραβιάζω (κανόνα):

παραβίασ|η <-εις> [paraˈviasi] SUBST θηλ

1. παραβίαση (πόρτας, παραθύρου):

Aufbrechen ουδ

3. παραβίαση (νόμου):

Übertretung θηλ

4. παραβίαση (κανόνα):

Missachtung θηλ

παραβίωσ|η <-εις> [paraˈviɔsi] SUBST θηλ ΒΙΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский