Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβγαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραβγ|αίνω <-ήκα> [paraˈvjɛnɔ] VERB αμετάβ

1. παραβγαίνω (μπορώ να αναμετρηθώ):

παραβγαίνω με κάποιον

2. παραβγαίνω (ανταγωνίζομαι):

παραβγαίνω με κάποιον σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με παραβγαίνω

παραβγαίνω με κάποιον
παραβγαίνω με κάποιον σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский