Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραβαρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραβαρ|αίνω [paravaˈrɛnɔ], παραβαρ|ύνω [paravaˈrinɔ] <-υνα, -εμένος> VERB μεταβ

II . παραβαρ|αίνω [paravaˈrɛnɔ], παραβαρ|ύνω [paravaˈrinɔ] <-υνα, -εμένος> VERB αμετάβ (γίνομαι δυσκίνητος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский