Ελληνικά » Γερμανικά

παραλήγουσα [paraˈliɣusa] SUBST θηλ

καθαρεύουσα [kaθaˈrɛvusa] SUBST θηλ

παρέλευσ|η <-εις> [paˈrɛlɛfsi] SUBST θηλ

παρενοχλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [parɛnɔˈxlɔ] VERB μεταβ

προπαραλήγουσα [prɔparaˈliɣusa] SUBST θηλ

παρεξήγησ|η <-εις> [parɛˈksijisi] SUBST θηλ

1. παρεξήγηση (παρερμηνεία):

Missdeutung θηλ

2. παρεξήγηση (κακοσυνεννόηση):

3. παρεξήγηση (δυσάρεστο επεισόδιο):

I . παρ|έρχομαι <-ήλθα> [paˈrɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (χρόνος)

II . παρ|έρχομαι <-ήλθα> [paˈrɛrxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (παραλείπω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский