Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρηγορητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παρηγορητής (παρηγορήτρ(ι)α) [pariɣɔriˈtis, pariɣɔˈritr(i)a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παρηγορητής (παρηγορήτρ(ι)α)
Tröster(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский