Ελληνικά » Γερμανικά

οροθετικ|ός <-ή, -ό> [ɔrɔθɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

οροθετικός
Grenz-, Demarkations-
οροθετικός ΙΑΤΡ
οροθετικός (ειδικά του έιτζ) ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский