Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όρνιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όρνιο [ˈɔrɲɔ] SUBST ουδ

1. όρνιο:

όρνιο
Raubvogel αρσ

2. όρνιο μτφ:

όρνιο
Dummkopf αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με όρνιο

Raubvogel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский