Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξάδελφος , αδελφός , ξάδερφος , αδελφή και συνάδελφος

εξάδελφος (εξαδέλφη) [ɛˈksaðɛlfɔs, ɛksaˈðɛlfi] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ξάδερφος (ξαδέρφη) [ˈksaðɛrfɔs, ksaˈðɛrfi] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αδελφός SUBST αρσ

αδελφός → αδερφός

Βλέπε και: αδερφός , αδερφός

αδερφός1 [aðɛrˈfɔs], αδελφός [aðɛlˈfɔs], αδερφή [aðɛrˈfi], αδελφή [aðɛlˈfi] SUBST αρσ/θηλ

αδερφός1 [aðɛrˈfɔs], αδελφός [aðɛlˈfɔs], αδερφή [aðɛrˈfi], αδελφή [aðɛlˈfi] SUBST αρσ/θηλ

συνάδελφος [siˈnaðɛlfɔs], συνάδερφος [siˈnaðɛrfɔs] SUBST αρσ/θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский