Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξαγκιστρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξαγκιστρώ|νω <-σα, -μένος> [ksaɲɟisˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξαγκιστρώνω (άγκιστρο, αγκίστρι):

ξαγκιστρώνω

2. ξαγκιστρώνω (άγκυρα):

ξαγκιστρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский