Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ν|εύω <-εψα> [ˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

1. νεύω (με το χέρι):

νεύω

2. νεύω (με το κεφάλι):

νεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский