Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεύρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεύρωσ|η <-εις> [ˈnɛvrɔsi] SUBST θηλ

1. νεύρωση ΨΥΧ:

νεύρωση
Neurose θηλ
φοβική νεύρωση
Angstneurose θηλ

2. νεύρωση (φύλλου):

νεύρωση
νεύρωση φύλλου
Blattaderung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με νεύρωση

φοβική νεύρωση
νεύρωση φύλλου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский