Γερμανικά » Ελληνικά

nicken [ˈnɪkən] VERB αμετάβ

Nicken <-s> SUBST ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский