Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γνέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γνέ|φω <-ψα> [ˈɣnɛfɔ] VERB αμετάβ

1. γνέφω (με το χέρι):

γνέφω
γνέφω σε κάποιον

2. γνέφω (με τα μάτια ή με το κεφάλι):

γνέφω σε κάποιον

3. γνέφω (με το κεφάλι: καταφατικά):

γνέφω σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με γνέφω

γνέφω σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский