Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μισθολογική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μισθολογική μείωση
Lohnkürzung θηλ
μισθολογική κλίμακα
Lohnskala θηλ
μισθολογική πολιτική
Lohnpolitik θηλ
μισθολογική σύμβαση
Lohnabkommen ουδ
μισθολογική συμφωνία
μισθολογική πολιτική
Lohnpolitik θηλ
μισθολογική ανισότητα
μισθολογική αύξηση
Lohnerhöhung θηλ
μισθολογική κλίμακα
Lohnskala θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μισθολογική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

μισθολογική διαφορά θηλ
μισθολογική πολιτική θηλ
μισθολογική μείωση θηλ
μισθολογική απαίτηση θηλ
μισθολογική κλίμακα θηλ
μισθολογική αρχαιότητα θηλ
μισθολογική τάξη θηλ
μισθολογική σύμβαση θηλ
μισθολογική συμφωνία θηλ
μισθολογική κατηγορία θηλ
μισθολογική κλίμακα θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский