Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαρ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [maˈrɛnɔ] VERB μεταβ

1. μαραίνω (φυτό: ξεραίνω):

μαραίνω

2. μαραίνω (δέρμα, πρόσωπο):

μαραίνω

3. μαραίνω (ομορφιά):

μαραίνω

II . μαραίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. μαραίνομαι (φυτά):

2. μαραίνομαι (δέρμα, πρόσωπο):

ein welkes Gesicht ουδ
welke Haut θηλ

3. μαραίνομαι (ομορφιά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский