Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέτρημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέτρημα [ˈmɛtrima] SUBST ουδ

1. μέτρημα (εξακρίβωση πλήθους):

μέτρημα
Zählen ουδ

2. μέτρημα (των διαστάσεων):

μέτρημα
Ausmessung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский