Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέτοχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέτοχος [ˈmɛtɔxɔs] SUBST mf

1. μέτοχος (αυτός που μετέχει):

μέτοχος
Teilnehmer(in) αρσ (θηλ)

2. μέτοχος (επιχείρησης):

μέτοχος
Teilhaber(in) αρσ (θηλ)

3. μέτοχος ΧΡΗΜΑΤΟΠ (κάτοχος μετοχών):

μέτοχος
Aktionär(in) αρσ (θηλ)
κύριος/βασικός μέτοχος
Vorzugsaktionär(in) αρσ (θηλ)
αγωγή θηλ μετόχου ΝΟΜ
Aktienbuch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μέτοχος

μειοψηφικός μέτοχος
Vorzugsaktionär(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский