Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιπαντικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιπαντικό [lipandiˈkɔ] SUBST ουδ ΜΗΧΑΝΙΚΉ

Παραδειγματικές φράσεις με λιπαντικό

λιπαντικό έλαιο
Schmieröl ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский