Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιπαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιπ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [liˈpɛnɔ] VERB μεταβ

1. λιπαίνω (μηχανή):

λιπαίνω

2. λιπαίνω (χωράφι):

λιπαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский