Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λίπανση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λίπανσ|η <-εις> [ˈlipansi] SUBST θηλ

1. λίπανση (μηχανής):

λίπανση
Schmierung θηλ

2. λίπανση (χωραφιού):

λίπανση
Düngung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский