Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kurˈdizɔ] VERB μεταβ

1. κουρντίζω μτφ:

κουρντίζω (ρολόι, παιχνίδι) (πειράζω)

2. κουρντίζω ΜΟΥΣ:

κουρντίζω

3. κουρντίζω (διεγείρω):

κουρντίζω

4. κουρντίζω (νευριάζω):

κουρντίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский