Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρκουτιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρκουτιά|ζω <-σα, -σμένος> [kurkuˈtçazɔ] VERB αμετάβ

1. κουρκουτιάζω (γίνομαι κουρκούτι):

κουρκουτιάζω

2. κουρκουτιάζω οικ (αποβλακώνομαι):

κουρκουτιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский