Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πειράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πειρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [piˈrazɔ] VERB μεταβ

1. πειράζω (ερεθίζω, ενοχλώ, κοροϊδεύω):

πειράζω

5. πειράζω (θίγω):

πειράζω

7. πειράζω (μηχανάκι):

πειράζω

II . πειράζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский