Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπέφτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|απέφτω <-άπεσα [ή -έπεσα], -απεσμένος> [kataˈpɛftɔ] VERB αμετάβ

1. καταπέφτω (πέφτω κάτω):

καταπέφτω

2. καταπέφτω (αεροπλάνο):

καταπέφτω

3. καταπέφτω (κτήριο):

καταπέφτω

4. καταπέφτω (άνεμος):

καταπέφτω

5. καταπέφτω (χάνω τις δυνάμεις μου):

καταπέφτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский