Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταπέλτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταπέλτης [kataˈpɛltis] SUBST αρσ

1. καταπέλτης (μηχανή, όπλο):

καταπέλτης
Katapult ουδ o αρσ

2. καταπέλτης ΝΑΥΣ (μπουκαπόρτα):

καταπέλτης
Ladeklappe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский