Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καπιταλιστής , καπιταλιστικός και καπιταλισμός

καπιταλιστής (καπιταλίστρια) [kapitalisˈtis, kapitaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καπιταλιστής (καπιταλίστρια)
Kapitalist(in) αρσ (θηλ)

καπιταλιστικ|ός <-ή, -ό> [kapitalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский