Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονοπωλιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονοπωλιακ|ός <-ή, -ό> [mɔnɔpɔliaˈkɔs] ΕΠΊΘ

μονοπωλιακός
Monopol-

Παραδειγματικές φράσεις με μονοπωλιακός

μονοπωλιακός καπιταλισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский