Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρώιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρώιμ|ος <-η, -ο> [ˈprɔimɔs] ΕΠΊΘ

1. πρώιμος (φρούτα):

πρώιμος

2. πρώιμος (έγκαιρος, αρχικός):

πρώιμος
Früh-
Frühdiagnose θηλ
πρώιμος καπιταλισμός

3. πρώιμος (πρόωρος):

πρώιμος

Παραδειγματικές φράσεις με πρώιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский