Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθαυτού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθαυτό [kaθafˈtɔ], καθαυτού [kaθafˈtu] ΕΠΊΡΡ

1. καθαυτό (γνήσια):

2. καθαυτό (πραγματικά):

3. καθαυτό (ουσιαστικά, βασικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский