Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάθειρξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάθειρξ|η <-εις> [ˈkaθirksi] SUBST θηλ

κάθειρξη
πρόσκαιρη κάθειρξη
ισόβια κάθειρξη

Παραδειγματικές φράσεις με κάθειρξη

πρόσκαιρη κάθειρξη
ισόβια κάθειρξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский