Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθέλκυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθέλκυσ|η <-εις> [kaˈθɛlcisi] SUBST θηλ (σκάφους)

καθέλκυση
Stapellauf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский