Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επαναπατρίζομαι , επαναπατρισμός , επαναφορτιζόμενος και επαναπατρισθέντες

επαναπατρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛpanapaˈtrizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

επαναπατρισμός [ɛpanapatrizˈmɔs] SUBST αρσ

1. επαναπατρισμός (μεταφορά στην πατρίδα):

Repatriierung θηλ

2. επαναπατρισμός (επιστροφή στην πατρίδα):

Repatriierung θηλ

3. επαναπατρισμός ΟΙΚΟΝ:

επαναπατρισθέντες [ɛpanapatrisˈθɛndɛs] SUBST αρσ πλ

επαναφορτιζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpanafɔrtiˈzɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский