Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναπατρίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναπατρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛpanapaˈtrizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

επαναπατρίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский