Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναπαύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναπαύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpanaˈpavɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. επαναπαύομαι (βασίζομαι):

επαναπαύομαι σε
sich verlassen auf +αιτ

2. επαναπαύομαι (ικανοποιούμαι):

επαναπαύομαι σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με επαναπαύομαι

επαναπαύομαι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский