Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσκοίλιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσκοίλι|ος <-α, -ο> [ðisˈciliɔs] ΕΠΊΘ

1. δυσκοίλιος (που έχει δυσκοιλιότητα):

είναι δυσκοίλιος

2. δυσκοίλιος (που προκαλεί δυσκοιλιότητα):

δυσκοίλιος

Παραδειγματικές φράσεις με δυσκοίλιος

είναι δυσκοίλιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский