Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσκολεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δυσκολ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðiskɔˈlɛvɔ] VERB μεταβ (παρεμβάλλω εμπόδια)

δυσκολεύω

II . δυσκολεύομαι VERB αυτοπ ρήμα (αισθάνομαι δυσκολία)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский