Γερμανικά » Ελληνικά

I . stopfen [ˈʃtɔpfən] VERB μεταβ

2. stopfen (Pfeife):

3. stopfen (stecken):

II . stopfen [ˈʃtɔpfən] VERB αμετάβ (von Speisen)

Stopfen <-s, -> [ˈʃtɔpfən] SUBST αρσ

πώμα ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "stopfend" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский