Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαντάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαντάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [manˈdarɔ] VERB μεταβ

1. μαντάρω (ρούχα):

μαντάρω
μαντάρω ένα παντελόνι

2. μαντάρω (κάλτσες):

μαντάρω κάλτσες

Παραδειγματικές φράσεις με μαντάρω

μαντάρω κάλτσες
μαντάρω ένα παντελόνι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский