Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διώχνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διώ|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈðjɔxnɔ] VERB μεταβ

2. διώχνω (ανθρώπους από τον τόπο τους):

διώχνω

3. διώχνω οικ (απολύω):

διώχνω

Παραδειγματικές φράσεις με διώχνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский