Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δογματική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δογματική [ðɔɣmatiˈci] SUBST θηλ

δογματική
Dogmatik θηλ
νομική δογματική ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με δογματική

νομική δογματική ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский