Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφθορά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφθορά [ðiafθɔˈra] SUBST θηλ

1. διαφθορά (ανηθικότητα):

διαφθορά
Verdorbenheit θηλ

2. διαφθορά (κατάπτωση):

διαφθορά
Verfall αρσ

3. διαφθορά (δωροδοκία):

διαφθορά
Korruption θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский