Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφθείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αφθείρω <-έφθειρα, -αφθάρηκα [ή -αφθάρθηκα], -αφθαρμένος> [ðiaˈfθirɔ] VERB μεταβ

1. διαφθείρω (βλάπτω ηθικά):

διαφθείρω

2. διαφθείρω (αποπλανώ):

διαφθείρω

3. διαφθείρω (δωροδοκώ):

διαφθείρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский